- στρακαστρούκα
- η хлопушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρακαστρούκα — η, Ν βλ. τρακατρούκα … Dictionary of Greek
τρακατρούκα — και στρακαστρούκα, η, Ν 1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει ζωηρούς κρότους με αλλεπάλληλες εκρήξεις, κροτίδα 2. στον πληθ. οι τρακατρούκες μτφ. στομφώδεις απειλές ή υποσχέσεις που μένουν απραγματοποίητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο τράκα… … Dictionary of Greek
τρακατρούκα — τρακατρούκα, η και στρακαστρούκα, η 1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει αλλεπάλληλους εκρηχτικούς κρότους, κροτίδα, βαρελότο. 2. μτφ., πληθ., τρακατρούκες, οι απειλές ή υποσχέσεις απραγματοποίητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)